-
1 ГЭС
ГЭС (гидроэлектростанция ) ο υδροηλεκτρικός σταθμός* * *(гидроэлектроста́нция) ο υδροηλεκτρικός σταθμός -
2 гидроэлектростанция
(ГЭС) о υδροηλεκτρικός σταθμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидроэлектростанция
-
3 гидростанция
гидростанцияж ὁ ὑδροηλεκτρικός σταθμός. -
4 гидроэлектростанция
гидроэлектростанцияж ὁ ὑδροηλεκτρικός σταθμός. -
5 сверхмощиый
сверхмощи́||ыйприл τεραστίας ἰσχύος:\сверхмощиыйая гидростанция ὑδροηλεκτρικός σταθμός τεραστίας ἰσχύος. -
6 гидростанция
-и θ.υδροηλεκτρικός σταθμός. -
7 гидроэлектростанция
-и θ.υδροηλεκτρικός σταθμός. -
8 станция
ο σταθμόςатомная - ατομικός -, πυρηνικός -бензозаправочная - ανεφοδιασμού με βενζίνη, το πρατήριο βενζίνηςводоочистная - καθαρισμού/επεξεργασίας νερούгидроакустическая - υδροακουστικός -, το υδρόφωνοкомпрессорная - συμπίεσης/κο-μπρεσέρконечная - τελικός -, το τέρμαпассажирская - επι-βατηγός/επιβατικός -приёмная рад. - ραδιολήψηςсортировочная ж.-д. - διαλογήςшумопеленгаторная - ηχοεντοπιστικός -, η ηχοεντοπιστική συσκευήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > станция
См. также в других словарях:
Υδροηλεκτρικός Σταθμός Άγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360), στην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άγρα … Dictionary of Greek
Υδροηλεκτρικός Σταθμός Λούρου — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70) στην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παντάνασσας … Dictionary of Greek
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
υδροηλεκτρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτρική ενέργεια η οποία παράγεται με την εκμετάλλευση τών υδατοπτώσεων (α. «υδροηλεκτρική εγκατάσταση» β. υδροηλεκτρικό έργο» γ. «υδροηλεκτρικός σταθμός»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
Καστρακίου, φράγμα — Υδροηλεκτρικός σταθμός της ΔΕΗ στον Αχελώο, λίγο βορειότερα του σταθμού των Κρεμαστών. Η τεχνητή λίμνη, που σχηματίστηκε με φράγμα ύψους 95 μ. και όγκου περίπου 5.000.000 κ.μ., κινεί τους υδροστρόβιλους. Το έργο κατασκευάστηκε από Έλληνες… … Dictionary of Greek
Άγρας — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 883 κάτ.) στην πρώην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στα Δ της Έδεσσας, στην κοιλάδα του Βόδα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Έδεσσας. Το χωριό έχει το όνομα του ήρωα Μακεδονομάχου Καπετάν Άγρα… … Dictionary of Greek
Γεφτουσένκο, Γεβγκένι Αλεξάντροβιτς — (Yevgeni Aleksandrovich Yevtushenko, Ζιμά 1933 –). Ρώσος ποιητής και πεζογράφος. Ύστερα από μερικά χρόνια περιπετειώδους ζωής, κατά την οποία υπήρξε χορευτής, γεωλόγος και κυνηγός αρκούδων, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα μετά το 1950 με… … Dictionary of Greek
μικροσταθμός — ο (ηλεκτρ.) υδροηλεκτρικός σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, με ισχύ μικρότερη τών 2 μεγαβάτ, ο οποίος επιτρέπει την αξιοποίηση μικρού μεγέθους υδατοπτώσεων στους ποταμούς … Dictionary of Greek
σαγγάριος — (Sakarya). Ποταμός της Τουρκίας στη Μ. Ασία, το ολικό μήκος του οποίου φτάνει περίπου σε 650 χλμ., ενώ το βάθος του κυμαίνεται από 3 5 μ. Πηγάζει από το φρυγικό οροπέδιο, ανάμεσα στο Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ, διατρέχει το οροπέδιο της… … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
Αλαγκόας — (Alagoas). Ομόσπονδη πολιτεία (27.933 τ. χλμ., 2.914.000 κάτ. το 2002) της Βραζιλίας στην ανατολική ακτή της χώρας και στα Β του κάτω ρου του ποταμού Σαν Φρανσίσκο, ο οποίος τη χωρίζει από την πολιτεία Σερζίπε. Αποτελείται από ένα οροπέδιο στο… … Dictionary of Greek